Ο λόγος στις Καρέκλες γεννάει πλάσματα θνησιγενή. Παρ’ όλα αυτά, δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου κενά: οι λέξεις, οι προτάσεις, πέφτουν η μία πάνω στην άλλη, πυκνές, ασύμμετρες ή παράλογα συμμετρικές- και αναξιόπιστες. Ο λόγος είναι πλούσιος, αλλά κι αδύναμος, ελλειπτικός ή ανώφελα πολύμορφος. Ωστόσο, υπάρχει κάτι που είναι αύταρκες και πλήρες δίπλα σ’ αυτόν τον ανάπηρο και πληθωρικό λόγο.
Ο γέρος το συλλαμβάνει ενορατικά: «Ξυπνώ μερικές φορές στο κέντρο της απόλυτης σιωπής. Είναι η σφαίρα. Δεν λείπει τίποτε εκεί. Ωστόσο, πρέπει να προσέχει κανείς. Το σχήμα της μπορεί απότομα να εξαφανιστεί. Υπάρχουν τρύπες από όπου διαφεύγει». Οι τρύπες, τα χάσματα της σιωπής, τι άλλο μπορεί να είναι από τα επικίνδυνα ανοίγματα του λόγου, που καταστρέφουν, που διαβρώνουν τη στρογγυλότητα, την καθαρότητα της σιωπής; Η σιωπή δεν προδίδει, γιατί δεν υπόσχεται τίποτε. Είναι ο λόγος που προδίδει, γιατί πάντοτε παρέχει λιγότερα από όσα υπόσχεται. Εν τούτοις, ο ήρωας του Ιονέσκο δεν πρoσβλέπει στη σιωπή ως έσχατο μέσο σωτηρία του από τη σύγχυση. Επιμένει να προσχωρεί στους κοινωνικούς αυτοματισμούς της γλώσσας που του έχει επιβληθεί, αυτής της «απoκρυσταλλωμένης, μαζοποιημένης» γλώσσας, την οποία εν τέλει, επιχειρεί να «ενoχλήσει», να τη διαταράξει και να τη συνδέσει απεγνωσμένα με κάπoιες ρίζες της. Ο Ιονέσκο «για να καθαρίσει τη γλώσσα, τη σπάζει. Για να παρουσιάσει την αλήθεια στο θέατρο, κινδυνεύει να το σκοτώσει»”. Ίσως, όμως, μετά από ένα παρά λίγο θανατηφόρο χτύπημα να πλησιάζει κανείς περισσότερο και τον εαυτό του και τους άλλους. Γιατί το θέατρο επιζεί τελικά, μέσα από αυτόν τον παροξυσμό που του «επιβάλλει» ο lονέσκο. Κι ο άνθρωπος επίσης επιζεί. «Ο κλασσικισμός του κ. lονέσκο», γράφει χαρακτηριστικά ο Senart, «δεν εξυψώνει ούτε υποβιβάζει τον Άνθρωπο. Τον ξαναφέρνει απλώς κάτω απότον ίδιο του τον εαυτό, τότε που οι ρίζες του δέντρου δεν είχαν κάνει ακόμη κλαδιά, τότε που ο σπόρος δεν είχε ακόμη παραγάγει καρπούς, τότε που δυνατό να διακρίνει κανείς το δέντρο από τους καρπούς του. Αναζητάει το καθολικό μέσα στο πρωτόγονο, μέσα στο κοινό κτήμα όλων…
Όταν θέλω να διηγηθώ τη ζωή μου, διηγούμαι μια περιπλάνηση. Μιλάω για ένα απέραντο δάσος ή για μια περιπλάνηση μέσα σε ένα απέραντο δάσος.
Μια μέρα ρώτησα τη μάνα μου: «Θα πεθάνουμε όλοι; Πες μου την αλήθεια! Εκείνη μου είπε: «Ναι».
Ήμουν τεσσάρων ή πέντε χρόνων. Εγώ καθισμένος κάτω, εκείνη όρθια μπροστά μου. Την βλέπω ακόμα… όταν με είδε να κλαίω με κοίταξε αφοπλισμένη, ανίκανη. Φοβήθηκα πάρα πολύ.
Στην ανάμνησή μου, τα αλλόκοτα φαντάσματα έμοιαζαν με τις μορφές του Μπρέγκελ ή του Μπος, χοντρές μύτες, δύσμορφα σώματα, φρικτά χαμόγελα, πόδια διχαλωτά…
… ο κόσμος γύριζε γύρω μου∙ ο χρόνος ήταν μια ρόδα, ναι, που γύριζε γύρω μου, που αισθανόμουν αμετάβλητος, αιώνιος.
Θέλω να γίνω άγιος. Αυτή είναι η πιο μεγάλη δόξα. Δεν θέλω να έχω μια ανώνυμη μοίρα. Διαβάζω στα θρησκευτικά βιβλία (κι αυτό με ενοχλεί) ότι δεν πρέπει να αποζητάμε τη δόξα. Ότι δεν ερχόμαστε στον κόσμο για να δοξαστούμε. Δεν θα γίνω λοιπόν άγιος. Διαβάζω τη ζωή του Turenne και εκείνη του Conde, στα βιβλία της βιβλιοθήκης του σχολείου. Αποφασίζω λοιπόν να γίνω στρατάρχης.
Μου είχαν διδάξει ότι τα γαλλικά ήταν η πιο ωραία γλώσσα του κόσμου, ότι οι γάλλοι στρατιώτες ήταν οι πιο θαρραλέοι και ότι δεν είχαν νικηθεί παρά μόνον όταν τους πρόδιδαν. Έγραψα σε τριάντα-δύο σελίδες, ένα δράμα για ένα στρατιώτη θύμα του πολέμου που απήγγειλε ένα μονόλογο στη δόξα της πατρίδας. Ο τίτλος άλλωστε ήταν Υπέρ Πατρίδος. Δεν έπρεπε λοιπόν να το μεταφράσω όταν φτάνοντας στη Ρουμανία, μου δίδαξαν ότι τα ρουμάνικα ήταν η πιο ωραία γλώσσα του κόσμου, ότι οι ρουμάνοι στρατιώτες ήταν οι πιο θαρραλέοι και ότι δεν είχαν νικηθεί παρά μόνον όταν τους πρόδιδαν.
Ήθελε να γίνω αστός, δικαστής, στρατιωτικός, χημικός-μηχανικός.
Για να πληρώνω τα νοίκια, έπρεπε να παραδίδω μαθήματα γαλλικών. Αυτά δεν μου αρκούσαν παρά μόνο για το μισό μήνα. Τον υπόλοιπο καιρό πήγαινα στη φοιτητική λέσχη της ιατρικής όπου είχα ένα φίλο, φοιτητή και υπότροφο που με έθρεφε επί δεκαπέντε μέρες με τσάι και ψωμί. Έβλεπα τον πατέρα μου δύο ή τρεις φορές. Συγκινιόμασταν προσωρινά και μου έδινε χρήματα που εγώ ξόδευα αμέσως προσκαλώντας και κερνώντας τους φίλους μου. Η πανδαισία τέλειωνε το πρωί που γυρίζαμε σπίτια μας με άμαξα αφού είχαμε κάνει τον γύρο του Βουκουρεστίου για να αφήσουμε τους φίλους μου. Είχα ξοδέψει μέχρι την τελευταία δεκάρα και την επομένη κλεινόμουν στο δωμάτιο μου και δεν απαντούσα καθόλου στις φωνές της ιδιοκτήτριας που μου ζητούσε να πληρώσω το νοίκι.
Πριν μπορέσω να βρω τις απαντήσεις, τις αιτίες της άρνησής μου, πείσμωνα αυτόματα, χωρίς επιχείρημα, χωρίς άλλη αιτία από εκείνη τη βουβή και βαθιά της καρδιάς.
Όταν, αφού της είπα ότι θα παντρευόμουν, η μητέρα μου πήγε στην αρραβωνιαστικιά μου και κείνη της άνοιξε την πόρτα, η μητέρα μου την κοίταξε μια στιγμή, παρόλο που την γνώριζε από αρκετό καιρό, σαν να είχε μπροστά της, κάποιον άλλο: την κοίταζε με άλλα μάτια… Ήταν η πριγκίπισσα, η διάδοχός της που σε λίγο θα γινόταν βασίλισσα στη θέση της. Η μέλλουσα γυναίκα μου απάντησε στο βλέμμα της μητέρας μου. Δεν ξέρω πόσο καταλάβαιναν αυτά που έλεγαν χωρίς να μιλάνε. Ήταν μια βουβή επικοινωνία, ένα είδος σύντομης τελετουργίας που ξαναανακάλυπταν αυτόματα και η οποία έπρεπε να τους έχει μεταδοθεί από αιώνες και αιώνες: ήταν ένα είδος παράδοσης της εξουσίας… Αυτή η τελετή κράτησε μόνο λίγα λεπτά αλλά πρέπει να είχε γίνει μέσα στους κανόνες, σύμφωνα με ένα πολύ παλιό νόμο και μια και ήταν ένα μυστήριο η γυναίκα μου συγκατατέθηκε, έπαιξε αυτό το ιερό παιχνίδι και υπακούοντας σε μία θέληση, σε μια δύναμη που τις ξεπερνούσε συνδέθηκα μαζί της, συνδέθηκε μαζί μου στη αιωνιότητα… Η μητέρα μου πέθανε τρεις μήνες μετά το γάμο μου. Την αγαπούσα υπερβολικά.
Ψυχορράγημα της Ευρώπης; Φοβάμαι μήπως σημάνει το τέλος όλων. Ο θάνατος είναι το τελευταίο, το οριστικό παρόν. Μέσα στο πλοίο που βυθίζεται, είδα τον ίδιο μου το φόβο να πολλαπλασιάζεται.
Είχα δίπλα μου ένα μεγάλο πακέτο φακέλους μέσα στους οποίους έπρεπε να βάζω διαφημιστικές αγγελίες και να γράφω πάνω τους διευθύνσεις: ήδη ζούσα από την πένα μου.
…ξαναδιαβάζοντάς τες λοιπόν προσεχτικά, έμαθα, όχι αγγλικά αλά καταπληκτικές αλήθειες: ότι, για παράδειγμα, υπάρχουν επτά μέρες σε μία εβδομάδα, πράγμα που ήξερα άλλωστε ή ότι το πάτωμα είναι κάτω, το ταβάνι πάνω, που επίσης ήξερα ίσως, αλλά που ποτέ δεν είχα σκεφτεί σοβαρά, ή που ξαφνικά, μου φαινόταν τόσο καταπληκτικό όσο απίθανα αληθινό…
Αν έγραφα θέατρο αντί για μυθιστόρημα, αντί για δοκίμιο, είναι γιατί το δοκίμιο και ακόμη και το μυθιστόρημα υποθέτουν μια σκέψη συναφή, ενώ η ασυναρτησία ή οι αντιλογίες μπορούν να υπάρχουν ελεύθερα σε ένα ελεύθερο έργο.
Είναι δοκιμασία να σηκώνει κανείς το βάρος ενός άλλου, ενώ δεν μπορεί να σηκώσει τον ίδιο του τον εαυτό, να τον καταλάβει με τη βοήθεια του σκηνοθέτη, ενώ δεν καταλαβαίνει τον ίδιο του τον εαυτό.
Είναι εφτά χρόνια που έχει παιχτεί το πρώτο μου έργο στο Παρίσι. Ήταν μια μικρή αποτυχία, ένα μέτριο σκάνδαλο. Στο δεύτερο έργο μου, η αποτυχία ήταν ήδη λίγο πιο μεγάλη, το σκάνδαλο λίγο πιο σημαντικό. Το 1952 με τις Καρέκλες τα πράγματα αρχίζουν να παίρνουν πλάτος: οχτώ δυσαρεστημένα άτομα παρακολουθούν κάθε βράδυ το θέαμα αλλά ο θόρυβος που έκανε αυτό το έργο είχε ήδη φτάσει από ένα πολύ πιο μεγάλο αριθμό ανθρώπων, στο Παρίσι, τη Γαλλία, μέχρι τα γερμανικά σύνορα. Στα τρίτα, τέταρτα, πέμπτα…όγδοα θεάματα, οι αποτυχίες μεγάλωναν, με γιγαντιαία βήματα, οι διαμαρτυρίες πέρασαν τη Μάγχη, υπερπήδησαν στη Γερμανία, πέρασαν στην Ισπανία και την Ιταλία, με πλοίο στην Αγγλία. Η ποσότητα μετατρέπεται σε ποιότητα; Το σκέφτομαι, αφού δέκα αποτυχίες έγιναν επιτυχίες σήμερα. Αν οι αποτυχίες συνεχιστούν, θα είναι πραγματικά θρίαμβος.
Εδώ και πολύ καιρό λέω ότι πρέπει να αρχίσω να γράφω το έργο μου, το πραγματικό. Κατά βάθος το θέατρο δεν είναι η πραγματική μου κλίση. Δεν καταφέρνω να ξεχάσω, δεν είναι κακό, δεν είναι καλό, εκείνοι (ο πατέρας του, η οικογένεια του πατέρα του) δεν ήταν ανόητοι. Μου καναν τόσο κακό, που κατέστρεψαν όλη μου τη ζωή, παρόλ’ αυτό που ονομάζουμε επιτυχίες. Φτάνω κι εγώ στο τέλος των επιτυχιών. Έτσι κι αλλιώς, με ή χωρίς επιτυχίες, όλες οι ζωές είναι χαμένες.
Τίποτα δεν είναι φρικτό, όλα είναι φρικτά. Τίποτα δεν είναι κωμικό. Όλα είναι τραγικά. Τίποτα δεν είναι τραγικό, όλα είναι κωμικά, όλα είναι πραγματικά, μη πραγματικά, αδύνατα, κατανοητά, ακατανόητα. Όλα είναι βαριά, όλα είναι ελαφριά.
Ήμουν ωραίος όταν ήμουν μικρός, δέκα χρόνων, δώδεκα χρόνων. Το ήξερα, μου το έλεγαν. Όταν έβαζα το κυριακάτικο κοστούμι μου για να πάω στη λειτουργία, ήξερα ότι όλος ο κόσμος με κοιτούσε διασχίζοντας το χωριό (…). Στα δεκατρία μου άρχισα ξαφνικά να μεταμορφώνομαι. Στα δεκατέσσερα μου η όψη μου δεν ήταν πια φρέσκια, τα μάτια μου είχαν χάσει τη λάμψη τους, η μύτη μου χόντρυνε, τα χείλη μου πάχυναν. Είχα γίνει άσχημος, όπως οι άλλοι.
ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΙΟΝΕΣΚΟ
«’Η ουσία του θεάτρου – λέει ό Ίονέσκο – είναι ή διόγκωση. Για να ξεπεράσουμε την άχρωμη εκείνη περιοχή πού δεν είναι ούτε ζωή ούτε θέατρο, πρέπει να υπερβάλλουμε, να σπρώχνουμε τα πρόσωπα, τις ιστορίες, ακόμα και τα ντεκόρ, περ’ άπ’ τα όρια του αληθινού η του αληθοφανούς, για να φτάσουμε σε κάτι πού είναι αληθινό άπ’ την ϊδια τη ζωή: στη μεγεθυμένη και θεατρική εικόνα της ζωής, πού εισχωρεί βαθιά κάτω άπ’ την επιφάνεια της πραγματικότητας».
Κι ό Ιονέσκο παίρνει τα πρόσωπα της καθημερινής ζωής και τα «διογκώνει», όπως λέει, αποκαλύπτοντας την πραγματική τους όψη: έχουμε καταντήσει ανδρείκελα πού πάμε κ’ ερχόμαστε χωρίς λόγο λέμε κι ακούμε λόγια χωρίς νόημα. Ή υλιστική, μηχανική, συμβατική ζωή, ή αδιάκοπη επανάληψη των ίδιων καί των ίδιων κούφιων φράσεων και πράξεων, μας έχει μεταμορφώσει σε όντα άχρηστα, φαντασμένα και ηλίθια. Γίναμε μηχανές πού κινούνται και θορυβούν αδιάκοπα, χωρίς να ξέρουν γιατί, χωρίς να ξέρουν πως, χωρίς να καταλαβαίνουν ούτε τον εαυτό τους ούτε τούς άλλους. ‘Η κοινωνία μας είναι ένα πελώριο μηχανοστάσιο, πού δεν παράγει τίποτα, έξω άπ’ τον ήχο των γραναζιών του.
‘Η βασική δραματική κατάσταση στα έργα του Ιονέσκο δεν είναι ή αδυναμία των ανθρώπων να δράσουν (όπως στον Τσέχωφ π.χ.), άλλά ή αδυναμία τους να επικoινωνήσoυν καα να συνεννοηθούν μεταξύ τους, ή αδυναμία τους να ζήσουν μέσα σ’ ένα κόσμο πνιγηρό καί ακατανόητο, ή αδυναμία τους να υπάρξουν. Αύτή ή αδυναμία αρχίζει (η τελειώνει) με κάτι ολότελα «στοιχειώδες»: τον ϊδιο το λ ό γ ο. Ό Υoung, ο Βολταίρος, ό Ταλλεϋράνδος, είπαν πώς «ο Λόγος δόθηκε στον άνθρωπο για να κρύβει τις σκέψεις του». . Ο Ιονέσκο αναποδογυρίζει το αξίωμα: «’ Ο Λόγος δεν μπορεί π ι α να ε κ φ ρ ά σ ε ι τ ί ς σ κ έ ψ ε ι ς, επειδή οι σ κ έ ψ ε ι ς δ εν υπάρχουν». . Η αστική κοινωνία, πού στηρίζεται στις «παραδεδομένες ιδέες» και στον «κομφορμισμό», δεν μπορεί πια να συνεννοηθεί με τον εαυτό της, γιατί μιλάει μια γλώσσα αυτόματη, «μιλάει για να μην πει τίποτα», γιατί «δεν έχει τίποτα προσωπικό να πει, γιατί δεν έχει εσωτερική ζωή». Τα πρόσωπα του Ιονέσκο «δεν ξέρουν πια να μιλούν – όπως λέει ο ίδιος – επειδή δεν ξέρουν πια να σκέφτονται, και δεν ξέρουν να σκέφτονται επειδή δεν ξέρουν να συγκινούνται, δεν έχουν πια πάθη, δεν ξέρουν πια να υπάρχουν… Τα τραγικά πρόσωπα δεν αλλάζουν, συντρίβονται: είναι ο εαυτός τους, είναι πραγματικά. Τα κωμικά πρόσωπα, οι ανόητοι, είναι οι άνθρωποι πού δεν υπάρχουν».
Αυτή ή ανικανότητα επικοινωνίας με το Λόγο, αύτή ή ανυπαρξία ατομικής προσωπικότητας, οδηγεί στην κατάργηση της ίδιας της Λογικής. Ξεκινώντας απ’ τις πιο απλές, κοινές, «λογικές» καταστάσεις (ένα αντρόγυνο π.χ., ένας δάσκαλος και μια μαθήτρια κλπ.) και παραλλάζοντας λίγο – λίγο το διάλογό τους, ο Ιονέσκο φτάνει στο Παράλογο. Καθώς οι ήρωές του δε λένε παρά τις αιώνιες καθημερινές κοινοτοπίες, καθώς οι κοινοτοπίες αυτές είναι άδειες από κάθε περιεχόμενο κ’ οι άνθρωποι άδειοι από κάθε προσωπικότητα, σκέψη και αίσθημα – ή μια φράση μπορεί ωραιότατα να πάρει τη θέση μιας άλλης, το ένα πρόσωπο να πάρει τη θέση του άλλου, χωρίς τίποτα ν’ αλλάζει. Κ’ έτσι, ή απόλυτη «Κοινή Λογική» οδηγεί στον απόλυτο Παραλογισμό, όπως ή απόλυτη Δικαιοσύνη οδηγεί στην απόλυτη Αδικία. Και ή τρέχουσα πραγματικότητα διαλύεται, το Εγώ χάνει το Εγώ του, το τραγικό γίνεται κωμικό, το απίθανο πιθανό, κιόλα καταλήγουν στο χάος…
(‘ Από το βιβλίο «Πρόσωπα του Νεωτέρου Δράματος» του Μάριου Πλωρίτη – ‘Εκδόσεις «Γαλαξίας») .
“0 Ιονέσκο, κάθε άλλο παρά επιδειξιομανής είναι, δεν κυνηγάει τους προβολείς της δημοσιότητας, δεν είναι ένας γελοίος κλόουν που κάνει λογής καμώματα, όπως θέλουν να τον παρουσιάζουν οι λαϊκές φυλλάδες. Οι λαϊκές φυλλάδες έχουν χαρακτηριστική τάση να παρεξηγούν, παρερμηνεύοντας, τις ιδιοτροπίες μιας δημιουργικής προσωπικότητας, που ‘ναι ταυτόχρονα δύσκολη και σύνθετη. Ο Ιονέσκο, λοιπόν, μας παρουσιάζεται σαν ένας καλλιτέχνης ασυμβίβαστης αγνότητας, ο οποίος παραδέχεται πλήρως πως η αβεβαιότητα και η ασυνέπεια που μπορεί να παρουσιάζει μια δημιουργική προσωπικότητα, εξαρτάται απ’ τις διεργασίες δυνάμεων που βρίσκονται έξω απ’ τον έλεγχό του, κι αυτός, τολμηρά, αντιμετωπίζει αυτό το δίλημμα της δημιουργικής πορείας”. “Ο καλλιτέχνης μπορεί να προσηλώσει το μάτι του στην τελευταία στιγμή, που μπορεί να ‘ναι της ζωής του, μα η οθόνη η εσωτερική, όπου πάνω της προβάλλονταν συνήθως τα πρόσωπα που δημιουργούσε η ενόρασή του, ίσως να μένει τελείως λευκή -ένα κυκλόραμα που αποτελεί στο τίποτα ένα φόντοι…”
(Μάρτιν Έσσλιν, “Σύντομα Χρονικά”)
Το δράμα με τον τίτλο Το μάθημα απεικονίζει προφανώς τη διανοητική ‘αποπλάνηση’ και επιρροή.
Κάθε μετάδοση γνώσης προϋποθέτει μια σχέση κυριαρχίας, μια δύναμη επιβεβαιωμένη και μια αποδοχή της υποταγής. Η ανωτερότητα εκείνου ο οποίος διδάσκει συνοδεύεται από μια ευχαρίστηση που εξιδανικεύει αναμφίβολα μορφές του σαδισμού. Επίσης, ακόμη πιο θολά εγκαθιδρύεται ανάμεσα στον καθηγητή και τον μαθητή, ανάμεσα στον δάσκαλο και τον διδασκόμενο, μια ερωτική κατάσταση. Ο διδακτικός λόγος είναι ξελόγιασμα και ερωτική επίθεση. Το απόλυτο της γνώσης απαιτεί τη μεσολάβηση του έρωτα. Μήπως αυτό δεν έβαζε ο Πλάτωνας τον Σωκράτη να λέει στο Συμπόσιο;
Ωστόσο, το ερωτικό, μέσα στο Μάθημα, εκφυλίζεται. Γίνεται βιασμός. Ο Ιονέσκο, μάλιστα, μιλάει για βαμπιρισμό […]. Αυτή η υποβάθμιση, η σαδιστική επίθεση που δεν διατηρεί πλέον τίποτε από τον έρωτα, οφείλεται, κατά τον Ιονέσκο, στο γεγονός ότι οι λέξεις και ο λόγος δεν αποτελούν τη μορφή της γνώσης, αλλά το όχημα των ιδεολογιών, το όργανο των δικτατοριών, την αλυσίδα όλων των υποδουλώσεων. .
Αυτή η σημασία του Μαθήματος γίνεται φανερή […], όταν στο τέλος η Υπηρέτρια βγάζει από την τσέπη της ένα περιβραχιόνιο με αγκυλωτό σταυρό και λέει στον Καθηγητή: «Νά, αν φοβόσαστε, βάλτε αυτό και δεν θα φοβόσαστε πια τίποτε». Αυτό το σκηνικό παιχνίδι παραλείφθηκε από την παράσταση. Διατηρείται, όμως, η ιδέα ότι ο λόγος κρύβει -και προδίδει ταυτόχρονα- ένστικτα ανομολόγητα.
(Από το βιβλίο του Claude Abastado Ionesco, μτφρ. Χ. Μπακονικόλα)
(Για τη Φαλακρή τραγουδίστρια)
Αργότερα, κάποιοι σοβαροί και σοφοί κριτικοί, αναλύοντας αυτό το έργο, το ερμήνευσαν αποκλειστικά σαν μια κριτική της αστικής- κοινωνίας και σαν παρωδία του θεάτρου του Βουλεβάρτου. Είπα πως παραδέχομαι κι αυτή την ερμηνεία. Ωστόσο, όπως το σκέφτομαι εγώ, δεν πρόκειται για μια σάτιρα της μικροαστικής νοοτροπίας που συνδέεται με μια συγκεκριμένη κοινωνία. Πρόκειται, κυρίως, για ένα είδος παγκόσμιας μικροαστικής τάξης, αφού ο μικροαστός είναι ο άνθρωπος των προκαταλήψεων, των συνθημάτων, ο κονφορμιστής απανταχού της οικουμένης. Αυτόν τον κονφορμισμό, βέβαια, τον αποκαλύπτει η αυτοματική γλώσσα του. Το κείμενο της Φαλακρής τραγουδίστριας […], που απαρτιζόταν από κοινότοπες φράσεις κι από χιλιοειπωμένες στερεότυπές εκφράσεις, μου αποκάλυπτε, μέσα απ’ αυτά ακριβώς τα στοιχεία, τους αυτοματισμού ς της γλώσσας και της συμπεριφοράς των ανθρώπων, το ‘να μιλάς για να μη λες τίποτε’, το να μιλάς επειδή δεν υπάρχει τίποτε το προσωπικό να πεις, την απουσία εσωτερικής ζωής, τη μηχανιστική ροή της καθημερινότητας, τον άνθρωπο που βουτάει μέσα στο κοινωνικό του περιβάλλον και δεν διακρίνεται πλέον απ’ αυτό. Οι Σμίθ, οι Μάρτιν δεν ξέρουν πλέον να μιλούν, επειδή δεν ξέρουν πλέον να σκέφτονται, και δεν ξέρουν πλέον να σκέφτονται επειδή δεν ξέρουν πλέον να συγκινούνται, δεν έχουν πλέον πάθη, δεν ξέρουν πλέον να υπάρχουν, μπορούν να γίνουν ο οποιοσδήποτε ή οτιδήποτε, διότι, αφού δεν υπάρχουν, γίνονται μόνον οι άλλοι άνθρωποι, γίνονται ο κόσμος της απροσωπίας, είναι εναλλάξιμοι: μπορούμε να βάλουμε τον Μάρτιν στη θέση του Σμίθ και αντίστροφα, και κανείς δεν θα το αντιληφθεί. Το τραγικό πρόσωπο δεν αλλάζει, αλλά μόνο τσακίζεται. Είναι ο εαυτός του, είναι πραγματικό. Τα κωμικά πρόσωπα, όμως, είναι οι άνθρωποι _εν δεν υπάρχουν.
(Από το βιβλίο του Ιονέσκο Σημειώσεις και αντισημειώσεις, μτφρ. Χ.Μπακονικόλα)