ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΗΣ ΙΓΚΟΥΑΝΑ
Την εποχή εκείνη μπορούσε κανείς –ίσως μπορεί ακόμη– μέσω ταξιδιωτικών γραφείων να μοιραστεί τα έξοδα των διακοπών του με άλλους ανθρώπους, των οποίων τα οικονομικά ήταν τόσο περιορισμένα όσο και τα δικά μου. Έτσι, το καλοκαίρι του 1940 ήρθα σ’ επαφή με άλλους ταξιδιώτες που κατευθύνονταν οδικώς προς τον ίδιο προορισμό μ’ εμένα.
Έπρεπε να γίνει μια προκαταρκτική συνάντηση-συνέντευξη στα γραφεία του πρακτορείου, που βρισκόταν στην είσοδο ενός κάπως ύποπτου ξενοδοχείου στο Μανχάτταν. Η συνάντηση αυτή ήταν τόσο άβολη όσο και μια συνέντευξη για δουλειά – ίσως και λίγο περισσότερο, αφού ένας εργοδότης μπορεί να σε απορρίψει πολύ ευγενικά με μια δικαιολογία τύπου «ψάχνω κάποιον με περισσότερη εμπειρία». Αν, όμως, σε απέρριπτε ένας ξεναγός σε αυτό το πρακτορείο, ήταν απλώς και μόνο επειδή είχες κάνει κακή εντύπωση. Προφανώς του είχες φανεί νευρικός και ύποπτος.
Εκείνο το καλοκαίρι αποφάσισα να πάω στο Μεξικό μόνο και μόνο επειδή ήταν ο φτηνότερος μακρινός προορισμός από τη Νέα Υόρκη. Έτσι το ταξιδιωτικό γραφείο με σύστησε σ’ ένα υπέροχο νιόπαντρο ζευγάρι που θα ξεκινούσε ταξίδι του μέλιτος. Ο γαμπρός ήταν ένας νεαρός Μεξικανός που κατά τη διάρκεια των διακοπών του στη Νέα Υόρκη γνώρισε και παντρεύτηκε σχεδόν αμέσως αυτή τη νεαρή ξανθιά κοπέλα –αμφιβόλου ειδικότητας– και τώρα πήγαιναν στο Μεξικό για να τη γνωρίσει στους δικούς του.
Του είχαν παρουσιαστεί πολλά απρόσμενα έξοδα και χρειαζόταν ένα συνεπιβάτη επί πληρωμή για το ταξίδι του γυρισμού, όμως, η φανερή νευρικότητά μου τού ξύπναγε υποψίες… Ευτυχώς μαζί τους είχαν έναν διερμηνέα, και η νύφη ήταν περισσότερο εξοικειωμένη με νεαρούς νευρικούς άντρες. Δε διαπίστωσε κάτι ανησυχητικό πάνω μου και μέσω του διερμηνέα έπεισε το σύζυγό της να με δεχτεί ως συνεπιβάτη.
Δε μιλούσαν την ίδια γλώσσα –κυριολεκτικά και μεταφορικά– και, όσο προχωρούσε το ταξίδι μας, η κοπέλα άρχισε να με βλέπει ως έμπιστό της. Μου μίλησε περί της αμφιβόλου ειδικότητάς της και πως εξαπάτησε τον νέο της σύζυγο, αλλά δεν ήταν βέβαιη αν θα τα κατάφερνε και με τους γονείς του στο Μεξικό – αν τελικά φτάναμε ποτέ. Στο μακρύ δρόμο για το Νότο κάθε βράδυ τα μεσάνυχτα χτυπούσε την πόρτα του δωματίου μου και μου εξιστορούσε τους τελευταίους καβγάδες και τις παρεξηγήσεις που είχαν. Αυτές οι μυστικές συνομιλίες μας αποδείχθηκαν ψυχοθεραπευτικές για το άγχος και το συναισθηματικό αδιέξοδο που ένιωθα, επειδή φοβόμουν πως η καριέρα μου στο Μπρόντγουεϋ είχε σταματήσει ακριβώς εκεί που ξεκίνησε και πως ό,τι κι αν ακολουθούσε θα ήταν σίγουρα μια έκπληξη, αλλά όχι απαραιτήτως καλή.
Ταξιδεύαμε στα τυφλά. Μας πήρε το διπλάσιο χρόνο απ’ όσο υπολογίζαμε και τα έξοδα ήταν εξοντωτικά για την τσέπη μου. Παρ’ όλα αυτά η κατάθλιψή μου με έκανε παγερά αδιάφορο σε οποιοδήποτε πρακτικό πρόβλημα, ακόμα και στο κρυολόγημα που αργότερα εξελίχθηκε σε μια διαρκή νιρβάνα από υψηλό πυρετό και κρυάδες.
Με άφησαν στο ξενοδοχείο μου στο Μεξικό κι έκτοτε δεν τους ξαναείδα ποτέ. Ένα δυο χρόνια αργότερα η κοπέλα μού έστειλε κάποια ρούχα που είχα ξεχάσει στο αυτοκίνητο μαζί μ’ ένα γράμμα γεμάτο συναισθηματικές αναφορές στο ταξίδι μας και με την ευχή πως ίσως κάπως, κάποτε το επαναλάβουμε. Η καημένη είχε χάσει εντελώς το μυαλό της.
Κανείς δε με προειδοποίησε πως το Μεξικό έχει ένα από τα μεγαλύτερα υψόμετρα στον κόσμο. Ένιωθα λες και ήμουν υπό την επήρεια ναρκωτικών. Αφού, λοιπόν, κατέληξα πως η ατμόσφαιρα στα εφτάμισι χιλιάδες πόδια μού προκαλεί αλλεργίες, πήρα το επόμενο λεωφορείο για Ακαπούλκο, που μου είχε συστήσει ένας άλλος Αμερικάνος ως ένα μέρος πρωτόγονο και με πολύ καλύτερες εγκαταστάσεις για κολύμπι.
Για το Ακαπούλκο ξεκίνησα με πυρετό, κρυάδες και την ψυχική υγεία υπνοβάτη. Προφανώς δεν μπήκα στον κόπο να ενημερώσω την ατζέντισσά μου Ώντρεϋ Γουντ, το θίασο που συνεργαζόμουν αλλά ούτε και την Ένωση Συγγραφέων πως η διεύθυνση για την αλληλογραφία μου δε θα ήταν πια το ταχυδρομείο του Μεξικού – παράλειψη που λίγες εβδομάδες αργότερα θα οδηγούσε σε μεγάλο μπέρδεμα.
Τις πρώτες μέρες στο Ακαπούλκο τις πέρασα σ’ ένα καταπληκτικό ξενοδοχείο δίπλα στην κεντρική πλατεία. Όλα τα δωμάτια έβλεπαν στην αυλή, όπου ζούσαν παπαγάλοι, μαϊμούδες και ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου, που παραήταν παχύς για να χωρέσει σε δωμάτιο. Τον περισσότερο χρόνο του τον αφιέρωνε σε καλλωπιστικές θεραπείες στην αυλή. Κάθε πρωί ένας χαριτωμένος νεαρός κομμωτής κατέφθανε για να βοηθήσει τον ιδιοκτήτη με την πρωινή του κούρα. Είχε μακριά βαμμένα μαλλιά, φάλτσα φωνή, φορούσε σχεδόν πάντα ένα φανταχτερό μεταξένιο κιμονό και μέχρι ν’ ακούσω να τον φωνάζουν σινιόρ… τάδε, δεν ήμουν σίγουρος για το φύλο του.
Έψαξα να μείνω κάπου πιο κοντά στις παραλίες και κάπως έτσι ανακάλυψα το φόντο του καινούργιου μου έργου Η νύχτα της ιγκουάνα. Το ξενοδοχείο που με ενέπνευσε ονομαζόταν Costa Verde και ήταν χτισμένο σ’ ένα λόφο πάνω απ’ την πρωινή ακτή. Εκεί έμεινα από το τέλος Αυγούστου έως και το τέλος του Σεπτεμβρίου.
Ήταν η πιο απελπιστική περίοδος της ζωής μου, αλλά μέσα σ’ αυτήν την απελπισία ένιωθα περισσότερο ζωντανός από ποτέ και ίσως γι’ αυτό να θυμάμαι εκείνες τις μέρες πολύ καθαρά. Άλλωστε ένας συγγραφέας μέσα από τις έντονες και απεγνωσμένες στιγμές του αντλεί το σημαντικότερο κίνητρο για τη δουλειά του: τη μεταμόρφωση της εμπειρίας σε δημιουργία, όπως ακριβώς το όστρακο μεταμορφώνει τους κόκκους της άμμου σε μαργαριτάρι.
Το καθημερινό μου πρόγραμμα δεν άλλαξε καθόλου στο Costa Verde. Κάθε πρωί φόρτωνα τα νεύρα μου με καφεΐνη, πήγαινα στη φορητή γραφομηχανή στη βεράντα και δούλευα μέχρι τελικής πτώσεως. Ύστερα έτρεχα στην παραλία για το μπάνιο μου.
Ένα πρωί, ενώ κολυμπούσα, μ’ έπιασε δυνατός βήχας. Γεύτηκα κάτι πιο αλμυρό από τα νερά του Ειρηνικού και παρατήρησα πίσω μου μια λεπτή αλλά έντονη γραμμή αίματος που ξεκινούσε από το στόμα μου. Ξαφνιάστηκα, μα δεν τρόμαξα – μάλιστα συνέχισα να κολυμπάω μέχρι την άλλη άκρη του κόλπου χωρίς να δίνω σημασία στα ίχνη που άφηνα πίσω μου. Άλλωστε εκείνο το καλοκαίρι το ενδεχόμενο να πεθάνω μου φαινόταν απίθανο.
Το μόνο που είχε σημασία για μένα ήταν ο φανταστικός κόσμος του νέου μου έργου. Έχω μια θεωρία: ο καλλιτέχνης δεν πρόκειται να πεθάνει ή να χάσει το μυαλό του όσο ασχολείται με το έργο του. Όλα του τα κύτταρα, τα ζωτικά όργανα, ο εγκέφαλος κι όπου αλλού κρύβεται η θέλησή του, συνεργάζονται με όλες τους τις δυνάμεις τους για να τον κρατήσουν ζωντανό και υπό έλεγχο των πράξεών του. Μπορεί να συμπεριφέρεται παράλογα, αλλά δεν είναι τρελός. Μπορεί να υπάρχουν σημάδια θανάτου, αλλά δεν πεθαίνει.
Η αληθινή ζωή είχε αρχίσει να σιγοσβήνει, ενώ συνέχιζα να δουλεύω στο έργο μου. Εκείνη την εποχή τη θυμάμαι ως την πιο κοινωνική περίοδο της ζωής μου, ίσως γιατί νόμιζα πως θα ήμουν σύντομα νεκρός, συνεπώς δεν υπήρχε λόγος ν’ ανησυχώ για τη γνώμη των άλλων. Όταν δε νοιάζεσαι πια για το τι σκέφτονται οι άλλοι, ξαφνικά αρχίζεις να σκέφτεσαι τους άλλους και όχι τον εαυτό σου με αποτέλεσμα να αποκτάς τρομερή ευκολία στις τυχαίες γνωριμίες, όπως αυτές που έκανα στο Costa Verde.
Μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου τα πνευμόνια μου είχαν σταματήσει να αιμορραγούν. Τα μόνα αναμνηστικά εκείνου του καλοκαιριού είναι οι ακτινογραφίες, ένα σύντομο διήγημα με τίτλο Η νύχτα της ιγκουάνα κι ένα θεατρικό έργο που ελάχιστα μοιάζει με το διήγημα παρά μόνο στον τίτλο και σε κάποιους συμβολισμούς. Τόσο στο διήγημα όσο και στο έργο, που έγραψα χρόνια αργότερα, υπάρχει η αιχμαλωσία μιας ιγκουάνα.
Κάποιοι κριτικοί αντιπαθούν τους συμβολισμούς μου, αλλά τι θα ήμουν χωρίς αυτούς; Μάλλον θα δούλευα ακόμα στο εργοστάσιο παπουτσιών στο Σαιντ Λούις.
Αν τα γεγονότα μιας ζωής δε μεταφράζονται σε ουσιαστικά νοήματα, τότε η ζωή κρύβει λιγότερη γνώση κι απ’ τον θάνατο.
Το Σεπτέμβριο του 1940 πραγματικά στηρίχθηκα σε άλλους ανθρώπους. Έτσι, συνάντησα άλλη μια προβληματισμένη καρδιά, όπως κι η δική μου. Ήταν η καρδιά ενός άλλου νεαρού συγγραφέα που μόλις είχε έρθει από την Ταϊτή εξαιτίας του πολέμου κι είχε χάσει τις επαφές του με τα περιοδικά που αγόραζαν τα διηγήματά του. Στην Ταϊτή είχε βρει αυτό που ψάχνουμε όλοι: ένα μέρος που το αποκαλούσε σπιτικό. Σύντομα κατάλαβα πως η απόγνωσή του ήταν μεγαλύτερη κι απ’ τη δική μου.
Δίπλα απ’ τις βεράντες υπήρχαν αιώρες, όπου περνούσαμε τ’ απογεύματά μας πίνοντας ρούμι με καρύδα, συζητώντας και συγκρίνοντας τη δυστυχία μας όλο και πιο γαλήνια όσο βράδιαζε.
Σχεδόν κάθε βράδυ ξεσπούσε τρομερή καταιγίδα. Μόνο σε μελοδραματικές μεταφορές του Σαίξπηρ έχω δει τόσες πολλές αστραπές και βροντές. Η άναρχη μα και παθιασμένη οργή της φύσης έμοιαζε όλη συγκεντρωμένη στην κορυφή αυτού του λόφου κι έξω απ’ την βεράντα μας. Μας άφηνε τόσο έκπληκτους που ξεχνούσαμε τελείως τη μελαγχολία μας.
Οι βροχές, όμως, τελείωσαν μαζί με το Σεπτέμβριο κι εμείς επιστρέψαμε στη μίζερη ενδοσκόπησή μας.
Μέρα παρά μέρα πήγαινα στο ταχυδρομείο της περιοχής για την επιταγή μου, αλλά δεν είχε φτάσει. Ο καιρός είχε περάσει και ήδη έμενα στο ξενοδοχείο με πίστωση.
Υπέθεσα πως ο θίασος με τον οποίο συνεργαζόμουν δεν είχε επιλέξει τελικά τη Μάχη των αγγέλων και πως είχε πάψει πια να ενδιαφέρεται για μένα. Ο άλλος νεαρός συγγραφέας, που δεν μπορούσε ακόμα να γράψει λέξη, δε με βοηθούσε. Πίστευε πως ήταν ώρα να πάρουμε απόφαση πως είχαμε φτάσει στο τέλος της καριέρας μας. Πλησιάζαμε τη δεκαετία των τριάντα κι υποστήριζε πως αυτή η ηλικία θα ήταν το αδιέξοδό μας.
Τη μιζέρια μας δε βοήθησε ούτε το πάρτι των Γερμανών Ναζί, που γιόρταζαν τις πρόσφατες νίκες τους. Όταν δε χοροπηδούσαν εκστασιασμένοι στην παραλία, άκουγαν στο ραδιόφωνο ειδήσεις για τη μάχη της Βρετανίας και την επικείμενη κατάκτησή της.
Ο φίλος μου ο συγγραφέας μού πρότεινε την αυτοκτονία ως τη μόνη αξιοπρεπή λύση και για τους δυο μας. Διαφώνησα, αλλά ήπια.
Και ξαφνικά ο διευθυντής του ξενοδοχείου μ’ ενημέρωσε πως η πίστωση τελείωσε. Θα έπρεπε να φύγω το επόμενο πρωί. Εκείνο το βράδυ ο φίλος μου κι εγώ ήπιαμε κάτι παραπάνω απ’ το συνηθισμένο μας ρούμι καρύδα. Ένα ποτό που ετοιμάζεται μέσα στο κέλυφος της καρύδας με ρούμι, λεμόνι, ζάχαρη και θρυμματισμένο πάγο. Το πιο απολαυστικό ποτό του καλοκαιριού! Εκείνο το βράδυ τ’ αστέρια που ήταν ορατά απ’ τη βεράντα μας άρχισαν να τρεμοπαίζουν σαν πυγολαμπίδες μέσα σε μπουκάλι.
Ο φίλος μου επέστρεψε στη θεωρία πως ο θάνατος ήταν η καλύτερη λύση για τη ζωή και το εννοούσε περισσότερο από ποτέ. Το λογικό θα ήταν να συμφωνήσω με τα επιχειρήματά του αλλά κάτι μέσα μου αντιστεκόταν. Μου έλεγε, «Είσαι κότα! Αν είχες τα κότσια, θα έφευγες κι εσύ μαζί μου εδώ και τώρα».
«Ένα πράγμα μόνο διέθετα», μου είπε, «τους αφόρητους συναισθηματισμούς ενός ασήμαντου λυρικού ταλέντου, που δεν είχαν θέση ούτε στη σκηνή αλλά ούτε και στη ζωή. Ένας ελαφρόμυαλος παρωχημένος ρομαντικός». Κατέβηκε από την αιώρα και μου φώναξε, «Έλα, κότα, να φύγουμε από ‘δώ!»
Αλλά εγώ έμεινα στην αιώρα μου. Αλλά κι εκείνος που έφυγε, δεν πήγε και πολύ μακριά: όταν ξύπνησα, ήταν ήδη ντυμένος και έτοιμος για να ταξιδέψουμε μ’ έναν ηλικιωμένο τουρίστα που θα μας πήγαινε μέχρι το Τέξας δωρεάν. Ο φίλος μου με τράβηξε από την αιώρα και με βοήθησε να ετοιμάσω βαλίτσες.
Ο ηλικιωμένος τουρίστας μάς δήλωσε πως το χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί ήταν να πάρουμε μια λάθος στροφή στο βουνό και να βουτήξουμε στον γκρεμό και συγχρόνως στην αιώνια λήθη.
Στο πιο επικίνδυνο κομμάτι του στενού δρόμου ο φίλος μου ο συγγραφέας ρώτησε τον οδηγό αν θα μπορούσε να πάρει το τιμόνι για λίγο. «Όχι, όχι!» φώναξα. Αλλά επέμενε κι άρχισε να οδηγεί στις στενές στροφές του βουνού ενθουσιασμένος. Από στιγμή σε στιγμή, σκέφτηκα, θα συγκρουστούμε με κάποιο βράχο ή θα πέσουμε στο γκρεμό, και εκείνη τη στιγμή κατάλαβα πως το μόνο που επιθυμούσα ήταν να ζήσω – σε οποιαδήποτε συνθήκη μου πρότειναν.
Έσφιξα τα χέρια μου, δάγκωσα τη γλώσσα μου και προσευχήθηκα. Σιγά–σιγά το αμάξι ελάττωσε ταχύτητα. Το δαιμονισμένο πνεύμα του οδηγού άρχισε να ηρεμεί, ξανάδωσε το τιμόνι στον ιδιοκτήτη του και έπεσε στο πίσω κάθισμα για ύπνο.
Η νύχτα της ιγκουάνα γεννήθηκε από την ατμόσφαιρα και τις εμπειρίες του καλοκαιριού του 1940: από συναισθηματικής πλευρά το πιο έντονο καλοκαίρι μου μέχρι σήμερα. Τότε ήταν που ανακάλυψα πως μοναδική αληθινή επιθυμία μου ήταν να ζήσω και πως το πολυτιμότερο στη ζωή είναι να ξεφεύγεις απ’ τα στενά όρια του εαυτού σου… ίσως σε μια βεράντα ανάμεσα στον ουρανό και στα κρυστάλλινα νερά (αλληγορικά μιλώντας) και σε μια αιώρα δίπλα σε κάποιον εξόριστο από τον τόπο και το χρόνο που αναζητάει η καρδιά του.
Ένα θεατρικό έργο που θυμίζει περισσότερο δραματικό ποίημα είναι βέβαιο πως θα έχει μεταφορικούς τρόπους έκφρασης. Τα σύμβολα και η σημασία τους χρειάζονται χρόνο και ταυτόχρονα υπομονή που, αν τα διαθέτεις, θα ξεκαθαρίσουν απλά και φυσικά, όπως ο ουρανός από τα σύννεφα. Θα σε ανταμείψουν ίσως μ’ ένα ακόμα παζλ το οποίο, είτε το λύσεις είτε όχι, κρύβει μέσα του την ομορφότερη όψη της αλήθειας.
Όσο καιρό έγραφα το έργο, του είχα διαφορετικό τίτλο: Δύο πράξεις ευσπλαχνίας. Περιγράφει δύο απεγνωσμένους ανθρώπους, που για μια βραδιά ο καθένας τους βάζει τη θλίψη του άλλου πάνω από το δικό του συμφέρον.
Ως αθεράπευτα ρομαντικός ακόμα και τώρα δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα άλλο που να δίνει ωραιότερο νόημα στη ζωή.
Τεννεσσή Γουίλλιαμς, 1961
μτφ. Μάκης Κατσούλης